- λήστευση
- η1. η βίαιη αρπαγή ξένης περιουσίας2. μτφ. κλοπή με αισχροκέρδεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λῃστεύσῃ — λῃστεύω practise robbery aor subj mid 2nd sg λῃστεύω practise robbery aor subj act 3rd sg λῃστεύω practise robbery fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)